- ἡδύποτος
- ἡδύποτοςsweet to drinkmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡδύποτον — ἡδύποτος sweet to drink masc/fem acc sg ἡδύποτος sweet to drink neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπότοιο — ἡδύποτος sweet to drink masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπότοις — ἡδύποτος sweet to drink masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπότου — ἡδύποτος sweet to drink masc/fem/neut gen sg ἡδυπότης fond of drinking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπότῳ — ἡδύποτος sweet to drink masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύποτα — ἡδύποτος sweet to drink neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης … Dictionary of Greek
βραχυπότος — βραχυπότος, ο (Α) αυτός που πίνει λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + ποτος < ποτός < πίνω] (πρβλ. άποτος, ηδύποτος)] … Dictionary of Greek
μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… … Dictionary of Greek